- παιδισκείον
- παιδισκεῑον, τὸ (Α) [παιδίσκη]οίκημα για τις δημόσιες παιδίσκες, πορνείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδισκεῖον — for a child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek